- παραδιήγησις
- ἡ, Α [παραδιηγούμαι]το παραδιήγημα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδιήγησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιηγήσει — παραδιήγησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραδιηγήσεϊ , παραδιήγησις fem dat sg (epic) παραδιήγησις fem dat sg (attic ionic) παραδιηγέομαι relate incidentally fut ind mp 2nd sg παραδιηγέομαι relate incidentally fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιηγήσεις — παραδιήγησις fem nom/voc pl (attic epic) παραδιήγησις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιήγησιν — παραδιήγησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιηγήσεων — παραδιηγήσεω̆ν , παραδιήγησις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιηγήσεως — παραδιηγήσεω̆ς , παραδιήγησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)